- κραγέται
- κραγέτηςscreamermasc nom/voc plκραγέτᾱͅ , κραγέτηςscreamermasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραγέτης — κραγέτης, ὁ (Α) αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ τού κράζω (πρβλ. αόρ. β ἔ κραγ ον) + κατάλ. έτης (πρβλ. αλιναι έτης, ηγ έτης)] … Dictionary of Greek